Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Εισήγηση στο Συνέδριο για τα 50 χρόνια της ΑΣΠΑΙΤΕ/ΣΕΛΕΤΕ (ΑΘΗΝΑ 2009)

Το πρόγραμμα σπουδών της ΑΣΠΑΙΤΕ/ΣΕΛΕΤΕ για τους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: ιστορική εξέλιξη και κριτική απογραφή
Mιχάλης Γεωργιάδης
Εισήγηση στο Συνέδριο για τα 50 χρόνια της ΑΣΠΑΙΤΕ/ΣΕΛΕΤΕ

Η εισήγησή μου νομίζω ότι θα συνεισφέρει στον προβληματισμό του Συνεδρίου, αφού το πρόγραμμα σπουδών αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της ΑΣΠΑΙΤΕ ως εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ειδικότερα θα επιχειρήσω να παρακολουθήσω τις μεταβολές που σημειώθηκαν στις προδιαγραφές του προγράμματος της ΠΑΤΕΣ και συνακόλουθα την κατεύθυνση που αυτό ακολούθησε. Θα εστιάσω ιδιαίτερα στη δομή καθώς και στη σχέση του θεωρητικού στοιχείου με τo πρακτικό. Γιατί πέρα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, όπως παλιότερα στην ΠΑΤΕΣ έτσι και σήμερα στο ΕΠΠΑΙΚ της ΑΣΠΑΙΤΕ, εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα αμιγούς παιδαγωγικής κατάρτισης στο οποίο υπάρχει συγχρονισμός με τις επιστημολογικές εξελίξεις του αντίστοιχου τομέα, έχει σημασία να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης παιδαγωγικής κατάρτισης.
Ο επαγγελματικός-παιδαγωγικός χαρακτήρας που αποτέλεσε ιδιαίτερο γνώρισμα στη λειτουργία της Σχολής συνδέθηκε από την εποχή της ίδρυσή της με την ανάγκη για λειτουργική προσαρμογή της χώρας στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι. Η ίδρυσή της κατέστη δυνατή με την μεταστροφή που σημειώθηκε στο εσωτρικό του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού μπλοκ και τη στροφή του ενδιαφέροντος προς τη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση. Χρειάσθηκε όμως και η ισχυρή παρέμβαση των διεθνών οργανισμών και ξένων κυβερνήσεων, προκειμένου να πληρωθούν οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία της. Οι αναστολές και οι αντιστάσεις που προβλήθηκαν για την ίδρυσή της είχαν τις ρίζες τους στη βαθύτερη πολιτισμική διχοτομία της χώρας μεταξύ εκσυγχρονιστικού και παραδοσιακού ρεύματος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την ίδρυση της ΣΕΛΕΤΕ το 1959 μέχρι την περίοδο 1973-1974, οπότε άρχισε να λειτουργεί και η ΑΣΕΤΕΜ, το αποκλειστικό μοντέλο που ίσχυσε είναι το «διαδοχικό» ή «προσθετικό»: προηγούνται οι σπουδές στο γνωστικό αντικείμενο που οδηγούν στην απόκτηση πτυχίου και έπεται η παιδαγωγική κατάρτιση. Το μοντέλο αυτό είχε ήδη επικρατήσει στον αγγλοσαξονικό κόσμο, και μάλιστα στην Αγγλία από τις αρχές του 20ου αιώνα για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό το μοντέλο στην οργάνωση των σπουδών υπήρξε καρπός συμβιβασμού μεταξύ του ακαδημαϊκού κόσμου της Αγγλίας με την αναγκαιότητα ο υποψήφιος εκπαιδευτικός να καταρτίζεται παιδαγωγικά. Βεβαίως στην Αγγλία εξαρχής ο παιδαγωγικός τίτλος σπουδών χορηγείται από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και αντιστοιχεί σε σπουδές διάρκειας ενός έτους.
1. Το πρόγραμμα σπουδών του 1959
Το πρώτο λοιπόν πρόγραμμα σπουδών που εφαρμόσθηκε την περίοδο 1959-1960 αντιστοιχούσε σε σπουδές ενός έτους και περιλάμβανε:
Με βάση τα δεδομένα αυτά μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πρόγραμμα ήταν πλήρες από παιδαγωγικής απόψεως υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει αντικείμενα εφαρμοσμένου προσανατολισμού, αντικείμενα που αφορούν την ακαδημαϊκή σπουδή τις εκπαίδευσης, καθώς και ΠΑ. Έτσι το πρόγραμμα προσέφερε επαγγελματική κατάρτιση, συναφή προς την πραγματικότητα της τεχνικής εκπαίδευσης, χωρίς από αυτήν να λείπει η θεωρητική βάση. Όμως η Πρακτική Άσκηση που σκοπό είχε την ανάπτυξη δεξιοτήτων στους υποψήφιους εκπαιδευτικούς περιοριζόταν στην παρακολούθηση συμβατικών και υποδειγματικών διδασκαλιών.
2. Τα προγράμματα του 1978 και 1980
Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του 1976, καθώς καθιερώνεται πλέον ένα εθνικό σχολικό δίκτυο τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης τίθεται σε ισχύ νέο πρόγραμμα σπουδών. Έχει προηγηθεί σε επίπεδο οργανωτικό η μετατροπή της ΣΕΛΕΤΕ από υπηρεσιακή μονάδα του Υπουργείου σε ΝΠΔΔ και η ίδρυση της ΠΑΤΕΣ, το 1970, ενώ από το 1974 άρχισε να λειτουργεί η ΑΣΕΤΕΜ.
Σε ό,τι αφορά το ποσοτική σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων με βάση τις προδιαγραφές που θέτουν τα προγράμματα του 1978 και 1980 ουσιαστικά δεν σημειώνονται αλλαγές. Εννοείται πως εκσυγχρονίζεται το περιεχόμενο των αντικειμένων και αυτό αφορά και τα δύο επιμέρους προγράμματα της ΑΣΠΑΙΤΕ: αυτό της εξάμηνης διάρκειας για πτυχιούχους ανωτάτων σχολών και το μονοετές για πτυχιούχους ανωτέρων σχολών. Όμως στο πρόγραμμα αυτό η Πρακτική Άσκηση αποκτά και τη διάσταση πραγματοποίησης διδασκαλιών από τους σπουδαστές τόσο σε εικονικές συνθήκες όσο και σε πραγματικές συνθήκες σχολικής τάξης. Προβλέπεται σε όλες τις φάσεις σύνταξη έκθεσης από τους σπουδαστές και ανατροφοδότησή τους. Έτσι τώρα και η ΠΑ αποκτά ολοκληρωμένο χαρακτήρα που διακρίνεται από κλιμακούμενα στάδια από τις αίθουσες της Σχολής μέχρι το πεδίο άσκησης εκπαιδευτικού έργου από τον σπουδαστή, ώστε η μετάβαση από το ένα στοιχείο στο άλλο να πραγματοποιείται βαθμιαία.
Η πραγματοποίηση διδασκαλίας όμως καλύπτει μόνο 1 ώρα από αυτές που συνολικά διατίθενται. Με τα δεδομένα αυτά και με βάση τη ρητή αναφορά ότι «η εφαρμογή των παιδαγωγικών γνώσεων που παρέχονται στους σπουδαστές από τα θεωρητικά παιδαγωγικά μαθήματα» αποτελεί σκοπό της ΠΑ καθιστά το στοιχείο της πρακτικής εμπειρίας μονοσήμαντα συμπληρωματικό και βοηθητικό στοιχείο της θεωρητικής γνώσης. Επιπλέον η αναφορά ότι «η Παρακολούθηση διδασκαλιών θα παρέχει στους σπουδαστές πρότυπα κατά την άσκηση τους στην τεχνική της διδασκαλίας» δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια για ανάπτυξη κριτικής στάσης στους σπουδαστές και την αξιοποίηση της πρακτικής εμπειρίας στην οικοδόμηση της επαγγελματικής τους γνώσης
3. Το πρόγραμμα του 1990
Το πρόγραμμα αυτό καθίσταται αμιγώς παιδαγωγικό και για τους σπουδαστές που προέρχονται από Ανώτερες Σχολές, αφού τα στοιχεία της γενικής παιδείας και των σπουδών στο αντικείμενο της ειδικότητας αφαιρούνται.
Αυξάνονται από 2 σε 5 δίωρα τα μαθήματα που έχουν σχέση με την διδακτική μεθοδολογία των ειδικών αντικειμένων, που διδάσκονται στην τεχνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και με το ευρύτερο πλαίσιο της λειτουργίας της. Αποκτά, δηλαδή, μεγαλύτερη συνάφεια προς την εκπαιδευτική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται
Γίνεται σύσταση να συνδέονται οι Πρακτικές Ασκήσεις Διδασκαλίας με το μάθημα «οργάνωση Τεχνικών –Επαγγελματικών Μαθημάτων». Για πρώτη φορά στις προδιαγραφές του προγράμματος σημειώνεται μια μορφή οριζόντιας σχέσης μεταξύ επιμέρους στοιχείων των προγραμμάτων
Στην Πρακτική Άσκηση αίρεται ο κάθετος διαχωρισμός μεταξύ του στοιχείου της παρακολούθησης διδασκαλιών και της άσκησης διδακτικού έργου. Τώρα, η ΠΑ διακρίνεται από δύο φάσεις, α)την άσκηση του σπουδαστή στη ΣΕΛΕΤΕ και στη συνέχεια β) την άσκηση σε πραγματικές συνθήκες σχολικής μονάδας που είναι πλέον οι συνθήκες ενός συμβατικού σχολείου. Στο πλαίσιο και των δύο φάσεων ο ρόλος του σπουδαστή ως παρατηρητή εναλλάσσεται με το ρόλο αυτού που αναλαμβάνει πλήρη εκπαιδευτικά καθήκοντα. Είναι μάλιστα υποχρεωτική η συμμετοχή όλων των σπουδαστών στη συζήτηση τόσο της εποπτευόμενης όσο και της τελικής, αυξάνοντας έτσι τις δυνατότητες για την ανάπτυξη κριτικής στάσης.
4.To πρόγραμμα του 1999
Η βασική διαφοροποίηση το 1999 στο πρόγραμμα είναι η καθιέρωση του μονοετούς προγράμματος και για τις δύο κατηγορίες πτυχιούχων. Η εξέλιξη αυτή σημειώθηκε καθώς η ΣΕΛΕΤΕ βάδιζε το δρόμο της ανωτατοποίησης, η οποία επήλθε τελικά το 2002
5. Συνολική θεώρηση και προτάσεις
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ιστορική της πορεία η ΣΕΛΕΤΕ, και ειδικότερα η ΠΑΤΕΣ, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα σπουδών, ως διακριτικό γνώρισμα της κατέγραψε τον παιδαγωγικό και επαγγελματικό χαρακτήρα, συνδυασμένο με την ακαδημαϊκή διάσταση.
Οι μεταβολές που σημειώθηκαν στο πρόγραμμα κατά βάση συνίστανται:
α) στη μετονομασία αντικειμένων και την τροποποίηση του περιεχομένου τους, ώστε να παρακολουθούνται οι επιστημολογικές εξελίξεις της Παιδαγωγικής
β) στη συνεχή αναπροσαρμογή της οργάνωσης της ΠΑ, με στόχο την ανάπτυξη πρακτικών δεξιοτήτων και την αναβάθμιση της λειτουργικής σχέσης με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Όμως η δομή του προγράμματος εξακολουθεί να παραμένει αμετάβλητη:
α)το πρόγραμμα έχει τη μορφή καταλόγου αντικειμένων, κάθετα διαχωρισμένων και με αθροιστική σχέση μεταξύ τους (ουσιαστικά το πρόγραμμα δεν διαφέρει ως προ τη δομή του από τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά που έχουν καθαρώς ακαδημαϊκό – θεωρητικό προσανατολισμό)
β) η ΠΑ λογίζεται ως ένα από τα στοιχεία αυτού του καταλόγου και είναι τελευταίο στη σειρά, ενώ παραμένει υποβαθμισμένη στη σχέση της με τη θεωρητική διάσταση
Κατά την ιστορική εξέλιξη της Σχολής, οι μεταβολές που σημειώθηκαν στο πρόγραμμα επέφεραν ένα βαθμό ενοποίησης μέσω της σύναψης οριζόντιων σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων. Οι μεταβολές πάντως αυτές είχαν περιθωριακό χαρακτήρα. Άλλωστε, απουσιάζει ο άξονας γύρω από τον οποίο θα γινόταν αυτή η ενοποίηση, ώστε τα προγράμματα να μπορούν να χαρακτηρισθούν «ολοκληρωμένα» με την πλήρη παιδαγωγική έννοια του όρου.
Αυτοί οι όροι αποτελούν δυσμενή συνθήκη για τη σύνδεση θεωρίας και πράξης προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης κριτικά στοχαζόμενων εκπαιδευτικών που επεξεργάζονται την εμπειρία τους, μέσα από μια θεωρητική πλαισίωση, και οικοδομούν την επαγγελματική τους γνώση.
Αν σκοπός της λειτουργίας της ΑΣΠΑΙΤΕ είναι η τροφοδότηση της εκπαίδευσης με εκπαιδευτικούς κριτικά στοχαζόμενους και άρα αυτόνομους στην άσκηση του επαγγελματικού τους ρόλου, τότε ο φυσικός χώρος της Σχολής, είναι το Πανεπιστήμιο. Η ένταξη στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τόσο του ΕΠΠΑΙΚ όσο και της ΑΣΕΤΕΜ, θα διασφάλιζε την αυτονομία της λειτουργία της.
Η πρόταση για ίδρυση Πανεπιστημιακής Σχολής Εκπαίδευσης που έγινε το 1957 καθίσταται περισσότερο από ποτέ επίκαιρη μετά την ανωτατοποίηση της ΣΕΛΕΤΕ το 2002 (ίδρυση ΑΣΠΑΙΤΕ).
Η ένταξη όμως αυτή εμπεριέχει ένα κίνδυνο: να ακαδημαϊκοποιηθεί περαιτέρω και, έτσι, να εξασθενίσει η επαγγελματική-παιδαγωγική πλευρά του προγράμματος και ο πρακτικός του προσανατολισμός. Αυτό βέβαια, σημαίνει τη ρήξη με τη φυσιογνωμία της ΑΣΠΑΙΤΕ που διαμορφώθηκε ιστορικά. Όμως, με την ανάγκη για εμβάθυνση αυτής της φυσιογνωμίας συνδέεται περισσότερο η ποιοτική αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης. Γι΄αυτό η ένταξη της ΑΣΠΑΙΤΕ στην πανεπιστημιακή δομή θα πρέπει μάλλον να συνοδευθεί στο επίπεδο του προγράμματος με τη διατήρηση και ποιοτική αναβάθμιση του επαγγελματικού προσανατολισμού.